υποβρυχιακός

υποβρυχιακός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υποβρύχιο
2. (για πολεμικές επιχειρήσεις ή ασκήσεις) αυτός που διεξάγεται με υποβρύχια («υποβρυχιακός πόλεμος» — ο πόλεμος με υποβρύχια που εγκαινίασαν και διεξήγαγαν οι Γερμανοί εναντίον τού θαλάσσιου εμπορίου τών Συμμάχων και τών ουδέτερων πλοίων τα οποία εξυπηρετούσαν τις θαλάσσιες μεταφορές).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποβρύχιο + κατάλ. -ιακός (πρβλ. αντιστασ-ιακός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υποβρυχιακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα υποβρύχια: Υποβρυχιακός στόλος. 2. αυτός που διεξάγεται με υποβρύχια: Υποβρυχιακός πόλεμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποβρύχιος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, στο βυθό της θάλασσας: Υποβρύχιες έρευνες. 2. υποβρυχιακός (βλ. λ.): Υποβρύχιος πόλεμος. 3. το ουδ. ως ουσ., υποβρύχιο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”